-
1 ἀπονίναμαι
Aἀπονήσομαι Hom.
: [dialect] Ep.[tense] aor. 2 without augm.ἀπονήμην, ἀπόνητο Hom.
; [ per.] 2sg. opt.ἀπόναιο Il.24.556
, [ per.] 3pl. , S.El. 211 (lyr.); inf.ἀπόνασθαι A.R.2.196
; part.ἀπονήμενος Od.24.30
: later [tense] aor. Iἀπωνάμην Luc.Am.52
, Procl.in Alc.p.89C.:— have the use or enjoyment of a thing,ἧς ἥβης ἀπόνητο Il. 17.25
; τῶνδ' ἀπόναιο mayest thou have joy of them, ib.24.556;τιμῆς ἀπονήμενος Od.
l.c.; : without gen., ἦγε μὲν οὐδ' ἀπόνητο married her but had no joy [of it], Od.11.324; θρέψε μὲν οὐδ' ἀπόνητο ib.17.293, cf. 16.120;πόλιν κτίσας οὐκ ἀπόνητο Hdt.1.168
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπονίναμαι
-
2 ἀπ-ονίνημι
ἀπ-ονίνημι, wohl nur im med., fut. ἀπονήσομαι, aor. ἀπωνήμην u. ἀπόνασϑαι (s. ὀνίνημι), von etwas Nutzen ziehen; absolut, οὐδ' ἀπόνητο, er hatte dessen keinen Gewinn, Hom. Od. 11, 324. 16, 120. 17, 293; Her. 1, 168; c. gen., ἧς ἥβης ἀπδνητο Iliad. 17, 25; τῶνδ' ἀπόναιο 24, 556; τιμῆς ἀπονήμενος Od. 24, 30; τῆς ἀρετῆς ἀπονήσεται Iliad. 11, 763; ἀγλαΐας Soph. El. 204; sp. D., Ap. Rh. 2, 196 ἐδωδῆς.
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий